βορράς

βορράς
και βοριάς, ο (AM βορρᾱς, Α και Βορέας, -ου, Βορέης και Βορῆς, -έω και Βορεύς -έως)
το ένα από τα τέσσερα κύρια σημεία του ορίζοντα, αυτό που βρίσκεται προς τον Βόρειο Πόλο
2. βόρειος άνεμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Ερμηνεύθηκε ως «άνεμος του βουνού» και θεωρήθηκε παράγωγο μιας λέξεως με σημ. «βουνό», η οποία εμφανίζεται σε αρκετές ινδοευρ. γλώσσες με διαφορετική μεταπτωτική βαθμίδα ρίζας
πρβλ. αρχ. ινδ. girί = αβεστ., gairi- «βουνό», λιθ. gὶrė «δάσος», αρχ. σλ. gora «βουνό» κ.ά. Εξάλλου, ο σχηματισμός του θέματος της λέξεως δεν είναι σαφής. Ο τ. Βορράς, που χρησιμοποιείται κυρίως στην αττική διάλεκτο, προήλθε από τον τ. Βορέας, με συνίζηση του -ε- σε -ι- από τη συμπροφορά του με την επόμενη συλλαβή και αφομοιωτική επίδραση προς το προηγούμενο -ε- που οδήγησε σε διπλασιασμό του -ρ-, προτού το φωνήεν συναιρεθεί τελικά με το ακολουθούν σε -α-. Η κλίση σε -ᾱς, γεν. - πιθ. αναλογικά προς τα προσηγορικά και ανθρωπωνύμια σε -ᾱς* (πρβλ. Αγαθᾱς, αργᾱς, φαγᾱς κ.ά.].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • βορράς — ο ένα από τα σημεία του ορίζοντα: Το καλοκαίρι πολλά αποδημητικά πουλιά ταξιδεύουν προς το βορρά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Βορρᾶς — Βορέας north wind masc acc pl (attic doric) Βορρᾶ̱ς , Βορέας north wind masc nom sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βορρᾶς — Βορέας north wind masc acc pl (attic doric) βορρᾶ̱ς , Βορέας north wind masc nom sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ελληνικός Βορράς — Εβδομαδιαία εφημερίδα της Θεσσαλονίκης. Εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1936 από τους Πέτρο Λεβαντή, Βασίλη Μεσολογγίτη και Χρήστο Χιωτόπουλο, αλλά η κυκλοφορία της διακόπηκε έπειτα από λίγες εβδομάδες, με την επιβολή της δικτατορίας Μεταξά (4… …   Dictionary of Greek

  • Καναδάς — I Επίσημη ονομασία: Καναδάς Έκταση: 9.970.610 τ. χλμ. Πληθυσμός: 30.007.094 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Οτάβα (827.898 κάτ. το 2001)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Ν με τις ΗΠΑ και στα Δ με την πολιτεία Αλάσκα των ΗΠΑ. Βρέχεται στα Β από… …   Dictionary of Greek

  • άρκτος — Ονομασία που έδωσαν οι αρχαίοι Έλληνες στα νεαρά κορίτσια τα οποία έκαναν κινήσεις ανάλογες με της αρκούδας (άρκτου) στην τελετή της γιορτής των Βραυρωνίων, στην οποία τιμούσαν τη θεά Άρτεμη τη Βραυρωνία. Η τελετή γινόταν στη Βραυρώνα της Αττικής …   Dictionary of Greek

  • ναυσιπλοΐα — Η πρακτική και η τεχνική του πλου. Διακρίνεται σε θαλάσσια ν. και σε ν. κλειστών υδάτων: η πρώτη περιλαμβάνει την ποντοπλοΐα, που εκτείνεται σε όλες τις θάλασσες και τους ωκεανούς, και την ακτοπλοΐα, που περιορίζεται στις κλειστές θάλασσες και… …   Dictionary of Greek

  • Γκάνα — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γκάνα Παλαιότερη ονομασία: Χρυσή Ακτή Έκταση: 238.538 τ. χλμ. Πληθυσμός: 19.361.000 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Άκρα (1.605.500 κάτ. το 2002)Κράτος της δυτικής Αφρικής. Συνορεύει Δ με την Ακτή Ελεφαντοστού, Β και ΒΔ… …   Dictionary of Greek

  • Germanic substrate hypothesis — The Germanic substrate hypothesis is an attempt to explain the distinctive nature of the Germanic languages within the context of the Indo European language family. It postulates that the elements of the common Germanic vocabulary and syntactical …   Wikipedia

  • Aussprache des Neugriechischen — Die Aussprache des Neugriechischen besteht praktisch unverändert seit etwa dem 10. Jahrhundert. Sie ist relativ einheitlich, aus dem mit dem griechischen Alphabet geschriebenen Text geht die Aussprache bis auf wenige Ausnahmen eindeutig hervor.… …   Deutsch Wikipedia

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”